- ῥαγόπους
- ῥᾰγόπους, ποδος, ὁ, ἡ,A with chapped feet, EM810.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ραγόπους — οδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει σκασμένα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάγος + πούς] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek